θρασύμητις

θρασύμητις
θρασύ-μητις, ιδος, , ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρασύμητις — θρασύμητις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + μήτις «σύνεση, σκέψη»] …   Dictionary of Greek

  • θρασύμητις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”